ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1221 – περί παραβόλου καταγγελιών (50 ευρώ)
ΧΑΡΗΣ Τ. ΠΟΛΙΤΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΕ Α.Π., Σ.τ.Ε., Δρ. ΙΑΤΡΙΚΗΣ Ε.Κ.Π.Α.
ΕΠΙΣΚ. ΚΑΘ. ΙΑΤΡ. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΡ. ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 15, 15451 Ν. ΨΥΧΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.: (210) 6756732, FAX: (210) 6729207, e-mail: chpolitis@gmail.com
 
Αθήνα, 29.10.2013
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
 
Ο ΠΙΣ με το υπ’ αρ. πρωτ. _____________ έγγραφό του, μας διαβιβάζει έγγραφο του Ιατρικού Συλλόγου Καβάλας με αρ. πρωτ. _____________, (ΑΠ ΠΙΣ: 2678/6.9.2013), και παρακαλεί για τη γνωμοδότησή μας:
Ο Ιατρικός Σύλλογος Καβάλας ερωτά τα εξής:
Σε συνέχεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας της 5/9/2013, παρακαλούμε όπως μας ενημερώσετε για τη διαδικασία ισχύος του άρθρου 99 του Ν. 4172/2013, που προβλέπει παράβολο 50 ευρώ προς τον Ιατρικό Σύλλογο με την υποβολή κάθε καταγγελίας κατά ιατρού.
Στο ως άνω συμπληρωματικό ερώτημα αναφέρει τα εξής: Σε συνέχεια της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας της 27/9/2013 και του υπ’ αριθ. _____________  εγγράφου του Ιατρικού Συλλόγου Καβάλας, παρακαλούμε όπως μας ενημερώσετε για την ουσία και την πρακτική ισχύ του άρθρου 99 παρ. 1.2. του Νόμου 4172/2013 (σε περίπτωση ελαφρών παραπτωμάτων…).
Τι σημαίνει για την καθημερινή πρακτική η λέξη «απαράδεκτη» που αναφέρεται στην υποβολή ένστασης εντός 15 ημερών; Εννοεί μήπως ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι η καταβολή του όποιου επιβληθέντος προστίμου;
Σε ποιο χρονικό διάστημα πρέπει να καταβληθεί το όποιο επιβληθέν πρόστιμο;
Σε περίπτωση επιβολής από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, προστίμου μικρότερου του αρχικά καταβληθέντος ή απαλλαγής, επιστρέφεται το αναλογούν πρόστιμο;
 
Ευχαριστούμε προκαταβολικά για τη διάθεσή σας να αποσαφηνίσετε ενδεχόμενα κενά του προαναφερθέντος Νόμου και ζητάμε για μια ακόμα φορά την κατανόησή σας για την όποια τηλεφωνική ή γραπτή όχλησή σας”.
 
ΣΚΕΠΤΙΚΟ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
1. Σύμφωνα με άρθρο 99 Ν. 4172 ΦΕΚ Α’ 167 23.7.2013 «1. Το άρθρο 63 του βασιλικού διατάγματος της 11ης Οκτωβρίου/7ης Νοεμβρίου 1957 (Α`225) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Σε κάθε Σύλλογο συγκροτείται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την εκδίκαση και την τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων των μελών του Συλλόγου. Σε περίπτωση καταγγελίας για πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο έλαβε χώρα σε διαφορετικό Σύλλογο από το Σύλλογο εγγραφής, αρμόδιο για την εκδίκαση και την τιμωρία είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Συλλόγου όπου τελέστηκε το παράπτωμα.
2. Σε περίπτωση ελαφρών παραπτωμάτων οι Πρόεδροι των Ιατρικών Συλλόγων μπορούν οίκοθεν, μετά από κλήση σε απολογία, να επιβάλουν την ποινή της επιπλήξεως ή του προστίμου μέχρι 5.000 ευρώ. Ένσταση κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες, ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, και είναι απαράδεκτη αν δεν καταβληθεί στο Σύλλογο το πρόστιμο που επιβλήθηκε».
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 68 του βασιλικού διατάγματος της 11ης Οκτωβρίου/7ης Νοεμβρίου 1957 (Α` 225) αντικαθίσταται ως εξής:   «1. Συγχρόνως με την υποβολή στον Ιατρικό Σύλλογο καταγγελίας κατά ιατρού ή τη διαπίστωση οποιουδήποτε παραπτώματος ο Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου υποχρεούται να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό στην πρώτη συνεδρίαση του Δ.Σ., το οποίο αποφαίνεται αιτιολογημένα μέσα σε εύλογο χρόνο αν θα ασκηθεί Πειθαρχική Δίωξη ή όχι. Με την υποβολή κάθε καταγγελίας υποβάλλεται υπέρ του οικείου Ιατρικού Συλλόγου παράβολο πενήντα (50) ευρώ, ποσό που δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας. Σε Ιατρικούς Συλλόγους που αριθμούν άνω των δύο χιλιάδων (2.000) μελών, είναι δυνατή, μετά από απόφαση του Δ.Σ. η σύσταση μίας ή περισσότερων επιτροπών αποτελούμενων αποκλειστικά από μέλη του Δ.Σ. για την εξέταση των καταγγελιών και την υποβολή σχετικής εισήγησης στο Δ.Σ. για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης. Σε καταφατική περίπτωση διαβιβάζεται ο φάκελος στο Πειθαρχικό Συμβούλιο».
 
2. Καταρχάς πρέπει να γίνει αναφορά στο ποιες είναι οι έννομες συνέπειες σε περίπτωση κατά την οποία δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 99 παρ. 2, 1 Ν. 4172/2013. Οι διατάξεις περί ακυροτήτων μπορούν να ληφθούν από τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ). Σύμφωνα με ΚΠολΔ 159 «Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλει το δικαστήριο, Ι) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας, ΙΙ) αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση, ΙΙΙ) σε κάθε άλλη περίπτωση αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας». Επομένως η έννοια της δικονομικής ακυρότητας είναι η από παράβαση δικονομικής διάταξης επερχόμενη ακυρότητα διαδικαστικής πράξης. Ανύπαρκτη πράξη είναι εκείνη από την οποία λείπουν τα προς ύπαρξη αυτής στοιχεία, δηλαδή εκείνα που συνθέτουν τη μορφή της. Απαράδεκτη είναι η διαδικαστική πράξη στην οποία λείπει ορισμένη από το νόμο οριζόμενη προϋπόθεση η οποία αποκλείει οριζόμενη διαδικαστική ενέργεια. Το απαράδεκτο άλλοτε καθιερώνεται με ρητό χαρακτηρισμό από το νόμο και άλλοτε με τη χρήσει συγγενών εκφράσεων… Το δικονομικό απαράδεκτο συνεπάγεται το ανεπίτρεπτο διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας ανεξαρτήτως του κύρους, της νομιμότητας ή νομιμότητας αυτής και λαμβάνεται υπόψιν χωρίς επίκληση αυτού αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση του απαραδέκτου εξαρτάται από την πρωτοβουλία του διαδίκου υπέρ του οποίου λειτουργεί (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α 1996, άρθρο 159, αρ. 1, σ. 938, παραπ. σε ΟλΑΠ 963/85 ΕΕΝ 52/874). Υποχρεωτική είναι η απαγγελία της ακυρότητας αν πρόκειται για παράβαση διάταξης την τήρηση της οποίας επιτάσσει ο νόμος με ποινή ακυρότητας. Γίνεται όμως δεκτό ότι ρητή δικονομική ακυρότητα κατά την έννοια της υπόψιν διάταξης υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο νόμος χρησιμοποιεί παρεμφερείς προς την «ποινή ακυρότητας» εκφράσεις, που είναι νομικώς ταυτόσημες ή κατά περιεχόμενο ταυτόσημες, αντίστοιχες ή ισοδύναμες προς αυτή όπως π.χ. ότι η πράξη είναι ανίσχυρη ή δεν δύναται να γίνει ή απαγορεύεται ή για να έχει κύρος η πράξη δεν ισχύει, ισχύει μόνον, είναι ισχυρές μόνον και άλλα (Ό.π., άρθρο 159, αρ. 8). Η δικονομική ακυρότητα διαφοροποιείται καταρχήν από το δικονομικό απαράδεκτο. Η πρώτη αποτελεί κύρωση για την παράβαση διάταξης ενώ το απαράδεκτο ανάγεται στην εξασφάλιση της ομαλής εξέλιξης της διαδικασίας προκειμένου να καταστεί εφικτή η υπεράσπιση δικαιωμάτων των διαδίκων. Το απαράδεκτο σημαίνει αποκλεισμό της δικαστικής ενέργειας όσο διαρκεί το κόλλημα ενώ η ακυρότητα συνιστά διαπίστωση για την έλλειψη των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας. Μεταξύ ακυρότητας και απαραδέκτου υπάρχει στενή σχέση υπό την έννοια ότι από την ακυρότητα μπορεί να δημιουργηθεί απαράδεκτο και αντιστρόφως (Ορφανίδης σε Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρο 159, αρ. 4, βλ. και παραπ. σε ΟλΑΠ 963/1985, ΝοΒ 1985. 1406-1407 καθώς και Ράμμος, Εγχειρίδιον Ι παρ. 160 σ. 409). Μορφές ακυρότητας επίσης προβλέπονται σε ΚΠΔ 170 ιδίως άρθρο 1 «Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής δικονομίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στον νόμο». Σύμφωνα με ΚΠΔ 175 εδ. 1 «Η ακυρότητα μίας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας». Στο διοικητικό δίκαιο προβλέπεται η ακυρότητα μιας διοικητικής πράξης καθώς και η αίτηση ακύρωσης που αποτελεί το ένδικο βοήθημα το οποίο ασκείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις στο ΣτΕ ή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο που έχει αποκτήσει ειδική αρμοδιότητα και με το οποίο επιδιώκεται η παροχή δικαστικής προστασίας με την εξαφάνιση μιας διοικητικής πράξης, για ορισμένους λόγους που ανάγονται στην εξωτερική ή την εσωτερική νομιμότητά της (ΠΔ 18/1989, βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμ. 2, 14η έκδ. 2011). Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω θα απαντήσουμε και επί των ερωτημάτων του Ιατρικού Συλλόγου Καβάλας τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και από ό,τι γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που γίνεται γνωμοδότηση για το άρθρο 99 Ν. 4172/2013.
3. Όσον αφορά το παράβολο των 50 ευρώ με την υποβολή κάθε καταγγελίας κατά γιατρού, η διάταξη έχει κατά τη γνώμη μας ως έννομες συνέπειες τις εξής: α. Δεν γίνεται δεκτή από τον ιατρικό σύλλογο η καταγγελία κατά γιατρού μέλους του χωρίς την ταυτόχρονη συνυποβολή του παραβόλου των 50 ευρώ, β. το παράβολο λαμβάνεται από δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες με αναφορά της αιτίας για την οποία καταβάλλεται, γ. ο νόμος δεν αναφέρει τυχόν επιστροφή του σε περίπτωση ευδοκίμησης της καταγγελίας κατά γιατρού που σημαίνει ότι μάλλον αντιστοιχεί στην απασχόληση του ιατρικού συλλόγου και ιδίως των διοικητικών υπηρεσιών του, δ. ο πρόεδρος του ΔΣ του ιατρικού συλλόγου όχι μόνο δεν φέρνει το ζήτημα της καταγγελίας προς το ΔΣ αλλά ενδεχομένως να στοιχειοθετείται και παράβαση καθήκοντος αν συζητηθεί ως θέμα από το ΔΣ και πολύ περισσότερο αν παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο, ε. με άλλα λόγια το διοικητικό συμβούλιο και το πειθαρχικό συμβούλιο ενός ιατρικού συλλόγου έχουν νομική υποχρέωση να μην εξετάζουν την υπόθεση κατ’ ουσία και θεωρείται ως μη γενόμενη, ακόμη και αν έχει λάβει αριθμό πρωτοκόλλου ή έχει τηρηθεί όλος ο υπόλοιπος τύπος της διαδικασίας.
4. Όσον αφορά τη λέξη απαράδεκτη που αναφέρεται στην υποβολή ένστασης εντός 10 ημερών κατά της ποινής του προστίμου μέχρι 5000 ευρώ που μπορούν να επιβάλουν οι πρόεδροι των ιατρικών συλλόγων, η διάταξη έχει κατά τη γνώμη μας ως έννομες συνέπειες τις εξής: α. Οι πρόεδροι λειτουργούν ως μονομελή πειθαρχικά όργανα υποκαθιστώντας το ΔΣ του ιατρικού συλλόγου και το πειθαρχικό συμβούλιο και παρακάμπτοντας όλη την διαδικασία (συζήτηση στο ΔΣ και αιτιολογημένη παραπομπή στο ΠΣ το οποίο με τη σειρά του εκδίδει απόφαση με επαρκή και νόμιμη αιτιολογία), β. μόνη υποχρέωση των προέδρων είναι να κρίνουν μετά την κλήση σε απολογία, όπως προβλέπεται από Συντ 20 παρ. 2 (δικαίωμα ακρόασης). γ. εφόσον λειτουργούν οι πρόεδροι ως μονομελή πειθαρχικά όργανα έχουν υποχρέωση να τηρήσουν, mutatis mutandis όλους τους δικονομικούς κανόνες (λ.χ. εξέταση μαρτύρων, τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου -καταγγελλόμενου γιατρού κλπ.), δ. η προθεσμία των 15 ημερών είναι αποκλειστική με την έννοια ότι είναι απαράδεκτη η ένσταση κατά της απόφασης μετά την τασσόμενη προθεσμία (οι προθεσμίες υπολογίζονται με βάση ΑΚ 249 επ. , από την επομένη ημέρα από την επίδοση της απόφασης η οποία πρέπει να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή), ε. προκειμένου να είναι παραδεκτή η ένσταση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου απαιτείται και η καταβολή του ποσού που έχει επιβληθεί, στ. το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί το ποσόν σε περίπτωση κατά την οποία καταγνωστεί η ευθύνη του γιατρού είτε να το μειώσει είτε βεβαίως να αθωώσει το γιατρό, ζ. σε περίπτωση μείωσης ή και μη κατάπτωσης του επιβληθέντος από τον πρόεδρο ποσού, ο νόμος δεν διακρίνει για το τι θα συμβεί, λ.χ. αν θα αποτελέσει έσοδο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου (πρβλ. και άρθρο 11 παρ. η Ν. 2955/2001), ενδεχομένως δε, να χρειάζεται διευκρινιστική εγκύκλιος  από το Υπουργείο Υγείας, η. κατά τη γνώμη μας το ποσόν αυτό θα πρέπει να τηρείται σε ειδικό λογαριασμό γιατί δεν αποτελεί έσοδο μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, δεδομένου του ότι υπάρχει το ενδεχόμενο είτε ο γιατρός να αθωωθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, είτε σε τυχόν πειθαρχική του καταδίκη να προσφύγει ενώπιων των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων και εκεί να καταπέσει η απόφαση. Το ποσόν αυτό σίγουρα σε περίπτωση μείωσης ή με οποιονδήποτε τρόπο αθώωσης θα πρέπει αναλογικά να επιστρέφεται στον γιατρό (ολόκληρο το ποσό που έχει καταβάλει αν αθωωθεί και η διαφορά σε περίπτωση μείωσης του ποσού ως ποινής, θ. Αναφύεται ένα σημαντικό πρόβλημα αν το ποσόν που εκάστοτε επιστρέφεται, θα είναι έντοκο ή όχι. Για αυτό το ζήτημα πιστεύουμε ότι χρειάζεται αν όχι νέα νομοθετική ρύθμιση, τουλάχιστον διευκρινιστική εγκύκλιος από το Υπουργείο Υγείας. Αν εκληφθεί ως οιονεί εγγύηση τότε μπορεί να εκληφθεί ότι δεν θα είναι έντοκη η επιστροφή του.
 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ