ΓΝΜΔ1426-Σχετικά με ιατρική ετήσια εισφορά

ΧΑΡΗΣ Τ. ΠΟΛΙΤΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΕ Α.Π., Σ.τ.Ε., Δρ. ΙΑΤΡΙΚΗΣ Ε.Κ.Π.Α.

ΕΠΙΣΚ. ΚΑΘ. ΙΑΤΡ. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΡ. ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 15, 15451 Ν. ΨΥΧΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ

ΤΗΛ.: (210) 6756747, FAX: (210) 6729207, email: chpolitis@gmail.com

 

 

 

Αθήνα, 11.5.2016

Προς

Κύριο Μιχάλη Βλασταράκο

Πρόεδρο Π.Ι.Σ.

Πλουτάρχου 3

10675 Αθήνα

 

Μέλη Δ.Σ. Π.Ι.Σ.

 

          ΓΝΜΔ  1426/11.5.2016

ΣΧΕΤ.  Το με αρ. πρωτ. Γ4β/Γ.Π./27522/4.5.2016 (ΑΠ ΠΙΣ: 905/11.5.2016) έγγραφο Διεύθυνσης Επαγγελμάτων Υγείας, Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας & Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας, υπογραφόμενο από το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, κ. Ιωάννη Μπασκόζο.

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

 

Ο ΠΙΣ μας διαβιβάζει το με αρ. πρωτ. Γ4β/Γ.Π./27522/4.5.2016 (ΑΠ ΠΙΣ: 905/11.5.2016) έγγραφο Διεύθυνσης Επαγγελμάτων Υγείας, Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας & Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας, υπογραφόμενο από το Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, κ. Ιωάννη Μπασκόζο, και ζητεί τις απόψεις μας.

Στο ως άνω έγγραφο της Διεύθυνσης Επαγγελμάτων Υγείας, Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας & Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας με αρ. πρωτ. Γ4β/Γ.Π./27522/4.5.2016 (ΑΠ ΠΙΣ: 905/11.5.2016), αναφέρονται τα εξής:

«ΘΕΜΑ: «Ιατρική ετήσια εισφορά».

ΣΧΕΤ: 1. Το με αριθ. πρωτ. 236/27-11-2016 έγγραφο του Ιατρικού Συλλόγου Καλύμνου.

2. Το με αρ. πρωτ. 64/6-4-2016 έγγραφο του Ιατρικού Συλλόγου Καλύμνου.

Από τα ως άνω σχετικά προκύπτει ότι ο Ι.Σ. <….> επιβάλλει ετήσια εισφορά σε ιατρούς, οι οποίοι δεν είναι μέλη του και έχουν ανοίξει στην <….> νόμιμα και αδειοδοτημένα ιατρεία.

Για τις περιπτώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της αριθ.Υ3β/Γ.Π. οικ. 24948/2013 (ΦΕΚ Β’ 713) Υπουργικής Απόφασης, ισχύει ότι μεταξύ των δικαιολογητικών, που απαιτούνται για τη λειτουργία ιδιωτικού ιατρείου-οδοντιατρείου, είναι: «…και βεβαίωση εγγραφής σε Ιατρικό ή Οδοντιατρικό Σύλλογο, στην περίπτωση που ο δικαιούχος ή ο επιστημονικά υπεύθυνος δεν είναι μέλος του Συλλόγου στην Περιφέρεια του οποίου αιτείται τη βεβαίωση λειτουργίας». Η καταβολή ετήσιας εισφοράς ιατρών που λειτουργούν ιατρεία στην Περιφέρεια Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου δεν είναι μέλη, δεν προβλέπεται από σχετική διάταξη. Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε για τις απόψεις σας, για περαιτέρω διευκρινίσεις».

 

Σύμφωνα με άρθρο πρώτο, παράγραφος ΙΒ, υποπαρ. ΙΒ.3, σημείο 6, Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ, Α’, 222/12.11.2012), Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016:

«6. Οι παράγραφοι 2 και 4 του άρθρου 13 του ν. 2071/1992 (Α΄ 123) αντικαθίστανται ως εξής: «2. Η βεβαίωση λειτουργίας των παραπάνω φορέων παροχής ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ.) χορηγείται σε: α. φυσικά πρόσωπα, που διαθέτουν άδεια ή βεβαίωση άσκησης του ιατρικού ή οδοντιατρικού επαγγέλματος, β. φυσικά πρόσωπα με την προϋπόθεση ότι για τη λειτουργία του ιατρείου, οδοντιατρείου, πολυϊατρείου, πολυοδοντιατρείου, ιδιωτικού διαγνωστικού εργαστηρίου και ιδιωτικού εργαστηρίου φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης, ορίζεται επιστημονικά υπεύθυνος για κάθε παροχή υπηρεσίας ιατρός ή οδοντίατρος κάτοχος άδειας ή βεβαίωσης άσκησης επαγγέλματος, γ. νομικά πρόσωπα, που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών Π.Φ.Υ., δ. αστικούς συνεταιρισμούς ελευθέρων επαγγελματιών ιατρών εργαστηριακής διάγνωσης, βιοπαθολογίας, κυτταρολογίας και παθολογικής ανατομίας για την κάλυψη των αναγκών των μελών τους. Για τη χορήγηση της παραπάνω βεβαίωσης λειτουργίας απαιτείται η υποβολή αναγγελίας έναρξης από το φυσικό πρόσωπο ή το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας ή του αστικού συνεταιρισμού, η οποία συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά και παράβολο ύψους διακοσίων (200) ευρώ για τα ιδιωτικά ιατρεία – οδοντιατρεία και παράβολο τετρακοσίων (400) ευρώ για τα ιδιωτικά πολυϊατρεία – πολυοδοντιατρεία, τα ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια και τα ιδιωτικά εργαστήρια φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης. Το ύψος του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Υγείας και του Υπουργού Οικονομικών».

 

Σύμφωνα με άρθρο 3 Β.Δ. 11.10/7.11.1957 (ΦΕΚ Α’ 225/7.11.1957) ορίζονται τα εξής:

«1. Μέλη του Ι.Σ. είναι υποχρεωτικώς πάντες οι εν τη περιφερεία αυτού επαγγελματικώς εγκατεστημένοι ιατροί και καθ’ οιονδήποτε τρόπον ασκούντες το επάγγελμα κατά την έννοιαν του άρθρ. 1 του Α.Ν. 1565/39.

2. Μόνιμοι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, ιατροί, της Κρατικής Διοικήσεως εις ους απαγορεύεται διά Νόμου η ιδιωτική άσκησις του επαγγέλματος, δύνανται να είναι μέλη του οικείου Ιατρικού Συλλόγου, δεν δύνανται, όμως, να εκλέγονται μέλη της Διοικήσεως ή των Πειθαρχικών Συμβουλίων.

3. Ουδείς ιατρός δύναται να είναι συγχρόνως μέλος δύο Ιατρικών Συλλόγων.[ΣΗΜ. Η παρ. 3 καταργήθηκε από άρθρα 1-3 Ν. 3919/2011]».

 

Σύμφωνα με άρθρο 7 Β.Δ. 11.10/7.11.1957 (ΦΕΚ Α’ 225/7.11.1957) ορίζονται τα εξής:

«1. Ο εν τω μητρώω του Ιατρικού Συλλόγου εγγεγραμμένος Ιατρός υποχρεούται, καθ’ έκαστον έτος και μέχρι τέλους Φεβρουαρίου, να υποβάλη εις τον Σύλλογον ούτινος είναι μέλος δήλωσιν, περιέχουσαν τα εξής στοιχεία.

α) «Το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός, όνομα μητρός, τόπον γεννήσεως, ιθαγένειαν, διεύθυνσιν κατοικίας και του ιατρείου, την ιατρικήν ειδικότητα ην ασκεί νομίμως».

[ΣΗΜ. Η εντός «» περ. α’ αντικαταστάθηκε ως άνω με παρ. 1 άρθρ. 3 Ν.Δ. 3895/1958].

β) Βεβαίωσιν ότι ούτος ασκεί πράγματι το λειτούργημα του Ιατρού, διατηρών ίδιον ιατρείον ή Κλινικήν ή από κοινού μετ’ άλλου ιατρού, ούτινος δέον να αναφέρει το ονοματεπώνυμον ως και αν παρέχη τας υπηρεσίας του εις φυσικόν ή νομικον πρόσωπον επί παγία αντιμισθία ή κατ’ αποκοπήν ή επί επισκέψει, δηλών και το ονοματεπώνυμον ή την επωνυμίαν του φυσικού ή νομικού προσώπου, την διεύθυνσιν αυτού και το ποσόν της αντιμισθίας ή αμοιβής κατ’ επίσκεψιν, ως επίσης αν λαμβάνη σύνταξιν τινά και το ποσόν αυτής.

γ) [ΣΗΜ. Δεν υπάρχει εις το επίσημον κείμενον].

δ) Βεβαίωσιν οτι ο δηλών δεν υπάγεται εις τι των υπό των άρθρ. 5, 6, 7 του Α.Ν. 1565/39 ή του άρθρ. 3 του παρόντος προβλεπομένων κωλυμάτων και ασυμβιβάστων.

2. «Η δήλωσις είναι απαράδεκτος εφ’ όσον δεν συνοδεύεται υπό αντιγράφου εφ’ απλού της αποδείξεως περί καταβολής της εις τον Ιατρικόν Σύλλογον οφειλομένης πρώτης δόσεως της ετησίας εισφοράς».

[ΣΗΜ. Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με παρ. 2 άρθρ. 3 Ν.Δ. 3895/1958].

3. «Το Διοικητικόν Συμβούλιον εκάστου Ιατρικού Συλλόγου, δι’ αποφάσεως ητιολογημένης, δύναται να διαγράφη εκ της δυνάμεώς του τους ιατρούς οίτινες παρά τας επανειλημμένας υπομνήσεις του Συλλόγου δεν υπέβαλον την κατά τον Νόμον δήλωσίν των».

[ΣΗΜ. Η παρ. 3 προστέθηκε με παρ. 3 άρθρ. 3 Ν.Δ. 3895/1958]».

 

Σύμφωνα με άρθρο 39 Β.Δ. 11.10/7.11.1957 (ΦΕΚ Α’ 225/7.11.1957), ορίζονται τα εξής:

«1. Τα μέλη του Ιατρικού Συλλόγου υποχρεούνται εις ετησίαν εισφοράν καθοριζομένην κατ’ έτος υπό του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Συλλόγου, άμα τη ενάρξει του νέου οικονομικού έτους, αναλόγως των τοπικών συνθηκών, εξ ίσου μεν δι’ άπαντας τους ιατρούς και κατά κλίμακα διά τους κλινικάρχας και τους καθηγητάς του Πανεπιστημίου.

Προκειμένου περί του καθορισμού της εισφοράς κατά κλίμακα επιτρέπεται προσφυγή του ενδιαφερομένου εντός 10 ήμερων από της εις αυτόν κοινοποιήσεως του καταλογιζομένου εις εισφοράν ποσού ενώπιον τριμελούς επιτροπής αποτελουμένης εξ ιατρών μη μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και διοριζομένων μετά των αναπληρωτών των υπό του οικείου νομάρχου επί ισοχρόνω θητεία με την του Δ.Σ. Η επιτροπή αποφαίνεται εντός 10 ημερών από της υποβολής της ενστάσεως και προεδρεύεται υπό του αρχαιοτέρου ιατρού, εφ’ όσον δεν μετέχει ταύτης καθηγητής του Πανεπιστημίου.

Η προς τον οικείον Σύλλογον ετησία εισφορά του ιατρού δεν δύναται να υπερβαίνη το 1/2 της εκάστοτε βασικής ετησίας εισφοράς της καταβαλλομένης εις το Ταμείον Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών υπό του ασκούντος γενικήν ιατρικήν, ούτε να είναι κατωτέρα του 1/8 αυτής.

2. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον εισφοραί καταβάλλονται εις δύο δόσεις απ’ ευθείας εις τον Σύλλογον, εντός του πρώτου διμήνου έκαστου εξαμήνου. Ο μη εμπροθέσμως καταβάλλων τας εισφοράς αυτού ιατρός υποχρεούται εις καταβολήν ηυξημένης εισφοράς κατά 3% δι’ έκαστον μήνα καθυστερήσεως. Διά την πέραν των εξ μηνών καθυστέρησιν ο παραβάτης εισάγεται διά του Διοικητικού Συμβουλίου εισηγήσει και τη προσωπική ευθύνη του Ταμίου του Ιατρικού Συλλόγου εις το Πειθαρχικόν Συμβούλιον και τιμωρείται διά προστίμου μέχρι του οφειλομένου ποσού της εισφοράς, επιφυλασσομένης της διατάξεως του εδ. 3 της παρ. 3 του άρθρ. 3 του παρόντος.

Της εισφοράς απαλλάσσονται τα διά πρώτην φοράν εγγραφόμενα εις τον Ιατρικόν Σύλλογον μέλη, εφ’ όσον δεν ήσκησαν προηγουμένως το ιατρικόν επάγγελμα και ασκούνται προς απόκτησιν τίτλου ειδικότητος και εφ’ όσον δεν μισθοδοτούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπον.

Τα μέχρι της ισχύος του παρόντος οφειλόμενα ποσά εκ προσαυξήσεων, λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής των ετησίων εισφορών, διαγράφονται.

3. Οι Ιατρικοί Σύλλογοι καταβάλλουσι εις τον Πανελλήνιον Ιατρικόν Σύλλογον ως υποχρεωτικήν υπέρ αυτού εισφοράν το ποσόν των δρχ. «120» ετησίως δι’ έκαστον μέλος εγγεγραμμένον σε μητρώω αυτών.

[ΣΗΜ. Το ποσό αυτό ορίστηκε σε 20 ευρώ με απόφαση της Γ.Σ. του ΠΙΣ].

Αι ανωτέρω εισφοραί δύναται ν’ αυξομειώνονται μετ’ απόφασιν του Γεν. Συμβουλίου του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου εγκρινομένην υπό του Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας.

4. Διά την είσπραξιν της εισφοράς ταύτης είναι υπεύθυνοι ο Πρόεδρος και ο Ταμίας εκάστου Ιατρικού Συλλόγου οίτινες καταβάλλουσιν ταύτην αμελλητί εις τον Πανελλήνιον Ιατρικόν Σύλλογον εις την αρχήν έκαστης εξαμηνίας εκάστου έτους.

5. Έκαστος Ιατρικός Σύλλογος υποχρεούται να υποβάλη εις τον Πανελλήνιον Ιατρικόν Σύλλογον και το οικείον Υγειονομικόν Κέντρον προς έγκρισιν την υπό του Νόμου προβλεπομένην έκθεσιν των ελεγκτών μετά της ετησίας λογοδοσίας του Διοικητικού Συμβουλίου ως και τον προϋπολογισμόν αυτού.

6. Οι Ιατρικοί Σύλλογοι δικαιούνται όπως εισπράττουν δικαίωμα εγγραφής από τα εις τα μητρώα των νεοεγγραφόμενα μέλη. Ομοίως οι Σύλλογοι δικαιούνται να εισπράττουν δικαίωμα μετεγγραφής. Το δικαίωμα εγγραφής και μετεγγραφής ορίζεται εις δραχ. 300 δι’ άπαντας τους Συλλόγους.

[ΣΗΜ. Τα ποσά αυτά εκάστοτε υφίστανται αναπροσαρμογή].

7. Άπαντα τα έσοδα του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και των κατά τόπους Ιατρικών Συλλόγων εισπράττονται κατά τας διατάξεις του Νόμου «περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων».

[ΣΗΜ. Το άρθρο 39 αντικαταστάθηκε ως άνω με άρθρο 14 Ν.Δ. 3895/1958]».

 

Σύμφωνα με άρθρα 1 έως 3 Ν. 3919/2011 «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» (ΦΕΚ 32/Α’/2.3.2011), ορίζονται τα εξής:

«Άρθρο 1

Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας

1. Για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκησή τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος).

2. Οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων επιβάλλεται να ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις που προβλέπουν περιορισμούς στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων είναι στενώς ερμηνευτέες.

 

Άρθρο 2

Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων

1. Οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφάλαιο Β’ του παρόντος, καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

 2. Ως περιορισμοί, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, νοούνται οι εξής: α) Η ύπαρξη, δυνάμει προβλέψεως νόμου, περιορισμένου αριθμού προσώπων τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, είτε ο αριθμός αυτός ορίζεται ευθέως είτε προσδιορίζεται εμμέσως βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγηση διοικητικής αδείας για την άσκηση του επαγγέλματος μόνο προς συμπλήρωση του αριθμού τούτου. β) Η εξάρτηση της χορηγήσεως διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος από την εκτίμηση της διοικητικής αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο, που θεωρείται συντρέχουσα όταν η προσφορά υπηρεσιών εκ μέρους των προσώπων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί για την άσκηση του επαγγέλματος δεν είναι ικανοποιητική για το κοινωνικό σύνολο, είτε καθ’ όλη την επικράτεια είτε σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εν όψει αφ’ ενός του αριθμού των προσώπων που ασκούν το επάγγελμα και αφ’ ετέρου των προς ικανοποίηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών. γ) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της ασκήσεως επαγγέλματος έξω από ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εντός του οποίου και μόνο είναι αυτή επιτρεπτή. δ) Η επιβολή της υπάρξεως ελάχιστων αποστάσεων μεταξύ των εγκαταστάσεων προσώπων που ασκούν το επάγγελμα. ε) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της δημιουργίας περισσότερων εγκαταστάσεων ή επαγγελματικής δραστηριοποιήσεως σε περισσότερες εγκαταστάσεις, σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα. στ) Η πρόβλεψη αποκλειστικής δυνατότητας ή απαγόρευσης διάθεσης είδους αγαθών από ορισμένη κατηγορία επαγγελματικών εγκαταστάσεων. ζ) Η επιβολή της ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση της ασκήσεώς του υπό ορισμένη ή ορισμένες εταιρικές μορφές ή ο αποκλεισμός της ασκήσεώς του υπό εταιρική μορφή, επιτρεπομένης μόνο της ατομικής ασκήσεως αυτού. η) Η επιβολή περιορισμών σχετιζομένων με τη συμμετοχή στη σύνθεση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, συναπτομένων προς την ύπαρξη ή την έλλειψη ορισμένης επαγγελματικής ιδιότητας. θ) Η επιβολή υποχρεωτικών κατώτατων τιμών ή αμοιβών για τη διάθεση αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών, είτε αυτές ορίζονται ευθέως είτε προσδιορίζονται εμμέσως με την εφαρμογή συντελεστή κέρδους ή με άλλο ποσοστιαίο υπολογισμό. ι) Η επιβολή υποχρέωσης στον ασκούντα το επάγγελμα να προσφέρει μαζί με τη δική του υπηρεσία, άλλες συγκεκριμένες υπηρεσίες.

3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να αρθούν και άλλοι περιορισμοί πέραν εκείνων που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.

4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 και η διατήρηση σε ισχύ περιορισμού αναφερομένου στην παράγραφο 2 ή θεσπιζομένου δυνάμει της παραγράφου 3, ως έχει ή με ηπιότερη μορφή, εάν: I. Με τον περιορισμό αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και II. Ο περιορισμός αυτός είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτησή του και, από απόψεως εντάσεως της επεμβάσεως στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας, τελεί σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα του επιδιωκομένου να εξυπηρετηθεί επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, και III. Ο περιορισμός αυτός δεν εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή όσον αφορά τις επιχειρήσεις ανάλογα με την έδρα τους.

 

Άρθρο 3

Κατάργηση αδικαιολόγητων απαιτήσεων προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγελμάτων

1. Η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγέλματος, πέραν εκείνων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο Κεφάλαιο Β’ του παρόντος, όταν η χορήγηση της άδειας αυτής συναρτάται προς την, αντικειμενικώς διαπιστούμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα, συνδρομή νόμιμων προϋποθέσεων, παύει να ισχύει μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Από το χρονικό εκείνο σημείο και με την επιφύλαξη των οριζομένων στο επόμενο εδάφιο, το επάγγελμα ασκείται ελευθέρως μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία ενάρξεως ασκήσεώς του, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων, στην κατά τις ισχύουσες στο χρονικό εκείνο σημείο διατάξεις αρμόδια προς αδειοδότηση διοικητική αρχή. Η αρχή αυτή δύναται, εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη της αναγγελίας, να απαγορεύσει την άσκηση του επαγγέλματος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο νόμο επερχόμενες ή επιβαλλόμενες με διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση, στην περίπτωση ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης προς τούτο διοικητικής άδειας, νοούνται μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, συναπτόμενες προς την έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς προηγούμενη αναγγελία περί τούτου στην αρμόδια διοικητική αρχή και επακόλουθη αναμονή επί τρίμηνο, καθώς και προς την άσκηση του επαγγέλματος παρά τη διατύπωση προς τούτο απαγορεύσεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως ως προς ορισμένο επάγγελμα από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, αν η διατήρηση του νομικού καθεστώτος της προηγούμενης διοικητικής άδειας επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και με την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας».

 

Σύμφωνα με άρθρο 1 Ν. 146/1914, ορίζονται τα εξής:

«Απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς, πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας».

 

Μέχρι την ισχύ των προαναφερθεισών διατάξεων του Ν. 3919/2011, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, απαιτούσε ο νομοθέτης (άρθρο 7 Ν. 3418/2005) κάθε γιατρός να είναι εγγεγραμμένος μόνο σε ένα Σύλλογο. Μετά την ψήφιση του Ν. 3919/2011 για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων και μεταξύ αυτών και του ιατρικού επαγγέλματος καταργήθηκαν οι περιορισμοί που απαγόρευαν στους γιατρούς να ασκούν το επάγγελμα στις περιφέρειες περισσοτέρων του ενός Ιατρικών Συλλόγων. Η ευχέρεια αυτή δεν σημαίνει ότι η δραστηριότητα κάθε γιατρού μπορεί να εξαπλώνεται άναρχα και ανέλεγκτα σε οποιοδήποτε σημείο της επικράτειας. Για τον λόγο αυτό, κάθε γιατρός που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα σε έδαφος περισσοτέρων Ιατρικών Συλλόγων, μπορεί πλέον να το πράξει, αλλά θα πρέπει να εγγραφεί στα μητρώα των Συλλόγων αυτών, το οποίο δεν απαγορεύεται από την κείμενη νομοθεσία, αλλά αντίθετα επιβάλλεται κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 του Β.Δ. 11.10/7.11.1957.

Μάλιστα, όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά σε σχέδιο νόμου που βρίσκεται σε στάδιο επεξεργασίας στο Υπουργείο Υγείας, το οποίο καταρτίσθηκε με πρωτοβουλία του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου και μετά από διαβούλευση με τους Ιατρικούς Συλλόγους της χώρας, θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση του γιατρού να εγγράφεται σε κάθε Σύλλογο, στην περιφέρεια του οποίου ασκεί το επάγγελμα. Προς το σκοπό αυτό σε κάθε Σύλλογο προβλέπεται ειδικό μητρώο για τους γιατρούς που είναι μεν εγγεγραμμένοι σε άλλο Σύλλογο, αλλά επιθυμούν να τελέσουν ιατρικές πράξεις και στο έδαφος του οικείου Συλλόγου. Προβλέπεται επίσης και ετήσια εισφορά, όπως και για τους λοιπούς ιατρούς που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του Συλλόγου.

Η κείμενη νομοθεσία δεν απαγορεύει ούτε τη δημιουργία ειδικού μητρώου για τους γιατρούς που είναι εγγεγραμμένοι σε άλλο Σύλλογο ως βασικό ούτε και την καταβολή εισφοράς από τους γιατρούς που εγγράφονται στο ειδικό αυτό μητρώο και αρκετοί Ιατρικοί Σύλλογοι εφαρμόζουν νόμιμα το ως άνω μέτρο, που ισχύει κατ’ αναλογία, εφόσον ο γιατρός έχει πλέον και νέα επαγγελματική εγκατάσταση και αυτή η εγκατάσταση α. του αποφέρει νόμιμα οικονομικά οφέλη, β. έχει το χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης (επομένως η μη καταβολή εισφοράς ενέχει κίνδυνο να προσκρούει στην αρχή της ισότητας του Συντάγματος (Συντ 4 παρ. 1), αλλά και να αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τους συναδέλφους οι οποίοι ασκούν δραστηριότητα μόνο σε ένα Σύλλογο, γ. επιβαρύνει τις υπηρεσίες εκάστου νέου Ιατρικού Συλλόγου στον οποίο θα εγγράφεται ως μέλος.

Επιπλέον δεν θίγεται ούτε ο Ν. 3919/2011 αφού δεν καταργείται η ευχέρεια των γιατρών να ασκούν το επάγγελμα σε περιφέρειες περισσοτέρων Ιατρικών Συλλόγων. Αντίθετα η αρχή της ισότητας (Συντ 4 παρ. 1) και αποφυγής αθέμιτου ανταγωνισμού (βλ. άρθρο 1 Ν. 146/1914) επιβάλλει να καταβάλλουν και αυτοί εισφορά στο Σύλλογο, όπως και τα μέλη του Συλλόγου, που είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα του, αφού η δραστηριότητά τους είναι η ίδια και αμφότεροι ασκούν το ιατρικό επάγγελμα και προφανώς αποκομίζουν οφέλη από αυτό.

Ας σημειωθεί, επίσης, ότι οι δικηγόροι οι οποίοι ασκούν δικηγορικές πράξεις (καταθέσεις δικογράφων, παραστάσεις), α. δεν έχουν το χαρακτήρα της σχετικής μονιμότητας (είναι κατά πράξη και περίπτωση), σε αντίθεση με τους γιατρούς που η εγκατάσταση έχει χαρακτήρα μονιμότητας, εφόσον δηλώνουν συγκεκριμένες ημέρες και ώρες λειτουργίας ιατρείου, β. εκδίδουν προεισπράξεις οι οποίες αποτελούν έσοδα για τον τοπικό Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο ασκούν νομική δραστηριότητα χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι.

Συνεπώς, οι αποφάσεις Δ.Σ. Ιατρικών Συλλόγων, με τις οποίες αποφασίστηκε να επιβληθεί στους γιατρούς μέλη άλλων ΙΣ που λειτουργούν νόμιμο ιατρείο στην περιοχή ευθύνης τους ετήσια εισφορά ανάλογη με αυτή των μελών τους, δεν αντίκειται σε κάποια ρητή διάταξη νόμου, αντίθετα συνάδουν με την αρχή της ισότητας του Συντάγματος και της αποφυγής αθέμιτου ανταγωνισμού, και επομένως είναι σύννομες.

Πιστεύουμε ότι προς αποφυγή παρόμοιων κενών του νόμου, και επομένως νομικά διαφορετικών, εκάστοτε, ερμηνειών, ορθό είναι να θεσπιστεί ειδική διάταξη, όπως περιέχεται στο νομοθετικό πλαίσιο που έχει υποβληθεί στο Υπουργείο Υγείας από τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο.

 

Στη διάθεσή σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση.

 

Με τιμή,

Χάρης Πολίτης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ