ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1177 – περί συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας

ΧΑΡΗΣ Τ. ΠΟΛΙΤΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΕ Α.Π., Σ.τ.Ε., Δρ. ΙΑΤΡΙΚΗΣ Ε.Κ.Π.Α.
ΕΠΙΣΚ. ΚΑΘ. ΙΑΤΡ. ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΡ. ΠΑΝ. ΚΥΠΡΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ 15, 15451 Ν. ΨΥΧΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.: (210) 6756732, FAX: (210) 6729207, e-mail: chpolitis@gmail.com

                                   
Προς
Πρόεδρο Π.Ι.Σ.
Μέλη Δ.Σ. Π.Ι.Σ.
 
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
 
Μου ζητείται από τον ΠΙΣ, με το ως άνω έγγραφο, υπογραφόμενο από τον κ. Εμμανουήλ Ηλιάκη, Προϊστάμενο Διοικητικών Υπηρεσιών του Π.Ι.Σ.,να γνωμοδοτήσω το εξής:
«Κατά τη διάρκεια της 21ης Συνεδρίασης του Δ.Σ. του Π.Ι.Σ. τέθηκε από το Γ.Γ. κ. Κ. Αλεξανδρόπουλο το θέμα της διάσπασης της θεραπευτικής σχέσης ιατρού-ασθενούς. Η συνταγογράφηση αποκλειστικά και μόνο της δραστικής ουσίας αφαιρεί από το θεράποντα ιατρό την αρμοδιότητα της επιλογής του φαρμάκου το οποίο κρίνει ότι χρειάζεται ο ασθενής. Συνεπώς, αφού στερείται από το γιατρό η αρμοδιότητα της επιλογής του φαρμάκου, παύει ο γιατρός να έχει τη νομική ευθύνη. Το Δ.Σ. ομόφωνα αποφάσισε να ζητηθεί η νομική σας γνώμη επί του συγκεκριμένου θέματος. Παρακαλούμε να την έχουμε το συντομότερο δυνατόν».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Κατά τη γνώμη μας, καθήκον του ιατρού είναι:
α) να αναγράφει ότι δεν επιτρέπει την αλλαγή από φαρμακοποιό του συνταγογραφούμενου φαρμάκου και
β) όπως έχουν προτείνει και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος και οι Ιατρικοί Σύλλογοι, να αναγράφεται ότι σε περίπτωση αλλαγής της συνταγογράφησης από φαρμακοποιό (με το φθηνότερο γενόσημο) φέρει ακέραια την ευθύνη ο φαρμακοποιός (και όχι ο γιατρός) για οποιοδήποτε ανεπαρκή δράση, συμβάν, ανεπιθύμητη ενέργεια ή αλληλεπιδράσεις.
Είναι σαφές ότι βιώνουμε μια τεράστια οικονομική κρίση, η κρίση αυτή μετατρέπεται σε κρίση των κοινωνιών, των ανθρωπίνων σχέσεων. Η σχέση γιατρού και ασθενή είναι ιερή και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαταράσσεται βάναυσα, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας και αξιοπρέπειας του γιατρού ως επιστήμονα και της προσωπικής του ελευθερίας και τα θεραπευτικά προνόμια που ο ίδιος ο νόμος επιτάσσει, αλλά και τη διακινδύνευση της ζωής και υγείας των ασθενών, που πρέπει να είναι υπέρτατα έννομα αγαθά σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Κατανοεί κανείς, καταρχάς, μια πολιτική της αντιμετώπισης της φτώχειας και στην οποία ο φτωχός απολαμβάνει λιγότερων συνταγματικών δικαιωμάτων έναντι των άλλων πολιτών (βλ. και την αρχή της ισότητας, Σύντ 4 παρ.1). Έτσι στην Κεντρική ή υποσαχάρια Αφρική ο πολίτης έχει το τραγικό «δικαίωμα» να επιλέξει αν θα καταλήξει από την πείνα ή θα φάει μεταλλαγμένα τρόφιμα, ενδεχομένως και με ραδιενεργά κατάλοιπα ή καρκινογόνες ουσίες. Στην Ελλάδα ο απλός πολίτης έχει το τραγικό «δικαίωμα» ή να καταλήξει από την πείνα αυτός/ή και η οικογένειά του/της ή να αγοράσει πολύ φθηνότερα ληγμένα. Ο ασθενής του ΕΟΠΠΥ έχει πλέον το τραγικό «δικαίωμα» να επιλέξει αντί να καταλήξει άμεσα από τη νόσο να λάβει το φθηνότερο γενόσημο αμφίβολης προέλευσης με ό,τι συνέπειες αυτό μπορεί να έχει για την υγεία του, ακόμη και αν θα καταλήξει από τη φτωχή επίδραση ή τις ανεπιθύμητες ενέργειες του χαμηλής ποιότητας φαρμάκου. Αυτές οι επιλογές θυμίζουν τραγική στάθμιση εννόμων συμφερόντων ενός κατάδικου, ο οποίος έχει δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ αγχόνης, γκιλοτίνας, τυφεκισμού ή ανασκολοπισμού… Έχει δικαίωμα να επιλέξει όχι το μη θάνατο, τη ζωή, αλλά τον τρόπο του πιο αργού, ίσως και πιο βασανιστικού θανάτου… Πάντως όχι μιας ζωής με ποιότητα, μιας ζωής με ποιότητα πρόσβασης σε υψηλής ποιότητας φάρμακα.
 
Οι γιατροί έχουν και δικαίωμα και υποχρέωση (Σύντ 5 παρ. 1, 5 παρ. 5, ΕΣΔΑ παρ. 2 κλπ., βλ. παραπ.) να προστατεύουν τη ζωή και την υγεία των ασθενών συνταγογραφώντας εκείνα τα φάρμακα εμπορικής ονομασίας που κυκλοφορούν στην αγορά με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και καταλληλότητα για την ασθένεια που καλούνται να καταπολεμήσουν και με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες.